- εγκατάκειμαι
- ἐγκατάκειμαι (Α)1. είμαι ξαπλωμένος κάπου2. κοιμάμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκατακείμενον — ἐγκατάκειμαι lie in perf part mp masc acc sg ἐγκατάκειμαι lie in perf part mp neut nom/voc/acc sg ἐγκατάκειμαι lie in pres part mp masc acc sg ἐγκατάκειμαι lie in pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακείμενα — ἐγκατάκειμαι lie in perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκατάκειμαι lie in pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακείμενοι — ἐγκατάκειμαι lie in perf part mp masc nom/voc pl ἐγκατάκειμαι lie in pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακείμενος — ἐγκατάκειμαι lie in perf part mp masc nom sg ἐγκατάκειμαι lie in pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακεῖσθαι — ἐγκατάκειμαι lie in pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατάκειται — ἐγκατάκειμαι lie in pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek